décalaminage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /de.ka.la.mi.naːʒ/
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
décalaminage | décalaminages |
décalaminage (fr) αρσενικό
- (τεχνολογία) η αφαίρεση της καλαμίνης που προσκολλάται σε μεταλλικές επιφάνειες (σε πιστόνια κινητήρων, κλπ.)