découragement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- découragement < descoragement < décourager
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /de.ku.ʁa.ʒmɑ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
découragement | découragements |
découragement (fr) αρσενικό
- η αποθάρρυνση, η αποκαρδίωση