décroît

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

décroît < décroître

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
décroît décroîts

décroît (fr) αρσενικό

  1. η φθίνουσα Σελήνη
    le décroît de la Lune