décroît
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- décroît < décroître
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
décroît | décroîts |
décroît (fr) αρσενικό
- η φθίνουσα Σελήνη
- le décroît de la Lune