déficience
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /de.fi.sjɑ̃s/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
déficience | déficiences |
déficience (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
déficience | déficiences |
déficience (fr) θηλυκό