dégraissage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
dégraissage dégraissages

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dégraissage (fr) αρσενικό

  1. η απολίπανση
  2. το ξελέκιασμα