déménagement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
déménagement | déménagements |
déménagement (fr) αρσενικό
- η μετακόμιση (όταν φεύγει κάποιος από κάπου)