désarroi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
désarroi | désarrois |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
désarroi (fr) αρσενικό
- η σύγχυση, η αναστάτωση, η ανακατωσούρα
ενικός | πληθυντικός |
désarroi | désarrois |
désarroi (fr) αρσενικό