désescalade
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
désescalade | désescalades |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
désescalade (fr) θηλυκό
- η αποκλιμάκωση, η εκτόνωση
ενικός | πληθυντικός |
désescalade | désescalades |
désescalade (fr) θηλυκό