désherbant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | désherbant | désherbants |
θηλυκό | désherbante | désherbantes |
désherbant (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
désherbant | désherbants |
désherbant (fr) αρσενικό
- το ζιζανιοκτόνο