détracteur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /de.tʁak.tœːʁ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
détracteur | détracteurs |
détracteur (fr) αρσενικό
- αυτός που δυσφημίζει, ο κριτικός, ο αντίπαλος (μιας ιδέας)