dameret
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- dameret < → δείτε τη λέξη dame
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dameret | damerets |
dameret (fr) αρσενικό
- πολύ κομψός άνδρας, που αρέσει στις γυναίκες