dameret

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

dameret < → δείτε τη λέξη dame

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /dam.ʁɛ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
dameret damerets

dameret (fr) αρσενικό

  • πολύ κομψός άνδρας, που αρέσει στις γυναίκες