danger

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
danger dangers

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

danger (en)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • be in danger: διατρέχω κίνδυνο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
danger dangers

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

danger (fr) αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]