delikanlı

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

delikanlı < deli + kan + -lı (κυριολεκτικά: "αυτός που έχει τρελό αίμα")
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: ντελικανλής, ντελικανής

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /dɛlikɑnɫɯ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

delikanlı (tr)

Κλίση[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

delikanlı (tr)

  1. ανδροπρεπής, αγορίστικος
  2. (μεταφορικά) γενναίος, ανδρείος, ατρόμητος, άφοβος
  3. (μεταφορικά) αξιόπιστος
  4. (μεταφορικά) τίμιος, έντιμος
  5. (μεταφορικά) ειλικρινής
  6. (μεταφορικά) ακριβής