dense
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
dense (en)
- πυκνός (για σώματα με μεγάλη πυκνότητα)
- πυκνός(για πληθυσμό)
- δύσκολος να τον διαπεράσεις
- αδιαφανής
- δυσνόητος
- για άτομο χαμηλής νοημοσύνης
Συγγενικά[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dense | denses |
dense (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
dense (eo)