dense

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

dense (en)

  1. πυκνός (για σώματα με μεγάλη πυκνότητα)
  2. πυκνός(για πληθυσμό)
  3. δύσκολος να τον διαπεράσεις
  4. αδιαφανής
  5. δυσνόητος
  6. για άτομο χαμηλής νοημοσύνης

Συγγενικά[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /dɑ̃s/
 

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
dense denses

dense (fr) αρσενικό ή θηλυκό



Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

dense < dens- + -e

Επίρρημα[επεξεργασία]

dense (eo)