deploy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας deploy
γ΄ ενικό ενεστώτα deploys
αόριστος deployed
παθητική μετοχή deployed
ενεργητική μετοχή deploying

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /dɪˈplɔɪ/

Ρήμα[επεξεργασία]

deploy (en)

  1. (στρατιωτικός όρος) παρατάσσω, αναπτύσσω, μετακινώ στρατιώτες ή όπλα σε μια θέση όπου είναι έτοιμοι να δράσουν
    Our reinforcements were deployed along the river.
    Οι ενισχύσεις μας αναπτύχθηκαν πλάι στο ποτάμι.
  2. (πληροφορική) ενεργώ ώστε λογισμικό να είναι διαθέσιμο στον κοινό χρήστη

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]