diluvio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
diluvio (it) αρσενικό (πληθυντικός diluvi)
- (μετεωρολογία) ο κατακλυσμός
- (σπάνιο) η πλημμύρα
- (γεωλογία) συνώνυμο του diluvium
- (παρωχημένο) μεγάλο δίχτυ για κυνήγι πτηνών
Πηγές[επεξεργασία]
- diluvio - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).