dinghy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dinghy | dinghies |
dinghy (en)
- μικρή βάρκα (όπως ένα φουσκωτό) που υπάρχει πάνω σε μεγαλύτερο πλοίο για λόγους ασφάλειας