dispersant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dispersant | dispersants |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dispersant (en)
- (χημεία) ο διασπορέας, το διασπορικό, το πρόσθετο (χημική ουσία) διασποράς