disposé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | disposé | disposés |
θηλυκό | disposée | disposées |
disposé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | disposé | disposés |
θηλυκό | disposée | disposées |
disposé (fr)