dive into

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας dive into
γ΄ ενικό ενεστώτα dives into
αόριστος dived into, dove into
παθητική μετοχή dived into, dove into (αμερικανικό)
ενεργητική μετοχή diving into

Ετυμολογία [επεξεργασία]

dive into < → δείτε τις λέξεις dive και into

Ρήμα[επεξεργασία]

dive into (en)

  • (ανεπίσημο) ρίχνομαι, ξεκινώ ή συμμετέχω σε κάτι χωρίς δισταγμό ή με ενθουσιασμό
    He dove into the food like a starving man.
    Ρίχτηκε στο φαΐ σαν λιμασμένος.

Πηγές[επεξεργασία]