dodatek
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- dodatek < dodać
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dodatek (pl) αρσενικό
- προσθήκη
- επίδομα
- παράρτημα (εφημερίδας ή τμήμα βιβλίου)
- (πληροφορική) πρόσθετο