dorique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /dɔ.ʁik/

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
dorique doriques

dorique (fr) αρσενικό ή θηλυκό