dorlotement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dorlotement | dorlotements |
dorlotement (fr) αρσενικό
- το κανάκεμα
ενικός | πληθυντικός |
dorlotement | dorlotements |
dorlotement (fr) αρσενικό