doseur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
doseur doseurs

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

doseur (fr) αρσενικό