drapement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
drapement | drapements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
drapement (fr) αρσενικό
- η κάλυψη με πτυχώσεις
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη drap