drop out

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας drop out
γ΄ ενικό ενεστώτα drops out
αόριστος dropped out
παθητική μετοχή dropped out
ενεργητική μετοχή dropping out

Ετυμολογία [επεξεργασία]

drop out < → δείτε τις λέξεις drop και out

Ρήμα[επεξεργασία]

drop out (en)

  • (αμετάβατο) παρατάω τις σπουδές μου
    She dropped out of school for her kids.
    Παράτησε τις σπουδές για τα παιδιά της.

Πηγές[επεξεργασία]