drown
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | drown |
γ΄ ενικό ενεστώτα | drowns |
αόριστος | drowned |
παθητική μετοχή | drowned |
ενεργητική μετοχή | drowning |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /dɹaʊn/ & /d̠͡ɹ̠˔ʷaʊn/
- ⓘ
Ρήμα[επεξεργασία]
drown (en)