dumbfounded
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- dumbfounded < dumbfound
Επίθετο[επεξεργασία]
dumbfounded (en)
- άναυδος, αποσβολωμένος
- I'm dumbfounded - μένω άναυδος
- αποστομωμένος