durcissement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
durcissement | durcissements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
durcissement (fr) αρσενικό
- η σκλήρυνση, η αυστηροποίηση
ενικός | πληθυντικός |
durcissement | durcissements |
durcissement (fr) αρσενικό