during

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Πρόθεση[επεξεργασία]

during (en)

  • κατά τη διάρκεια, κατά την ώρα, σε κάποια χρονική στιγμή που διαρκούσε κάτι
    during my lifetime - κατά τη διάρκεια της ζωής μου
    during rush hour - κατά τις ώρες της κυκλοφοριακής αιχμής
    The use of a towel during your workout is mandatory.
    Η χρήση πετσέτας κατά την ώρα εκγύμνασης σας είναι υποχρεωτική.
    during my first visit to London - κατά την πρώτη μου επίσκεψη στο Λονδίνο

Πηγές[επεξεργασία]