dweet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dweet | dweets |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dweet (fr) αρσενικό
- (νεολογισμός) τουίτ που στέλνεται από κάποιον που βρίσκεται υπό την επήρεια του αλκοόλ