eğlenmek

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

eğlenmek (tr)

  1. διασκεδάζω, γλεντώ
  2. κοροϊδεύω κάποιον

Κλίση[επεξεργασία]