κοροϊδεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ko.ɾoi̯ˈðe.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐ροϊ‐δεύ‐ω
Ρήμα
[επεξεργασία]κοροϊδεύω (παθητική φωνή: κοροϊδεύομαι)
- αναφέρομαι με περιπαικτικό τρόπο (λέξεις ή χειρονομίες) στα ελαττώματα, τις αδυναμίες ή τις ιδιαιτερότητες κάποιου
- αναφέρομαι με ασεβή ή ανάρμοστο τρόπο σε κάτι
- εξαπατώ κάποιον, τον ξεγελώ
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κορόιδο
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κοροϊδεύω | κορόιδευα | θα κοροϊδεύω | να κοροϊδεύω | κοροϊδεύοντας | |
β' ενικ. | κοροϊδεύεις | κορόιδευες | θα κοροϊδεύεις | να κοροϊδεύεις | κορόιδευε | |
γ' ενικ. | κοροϊδεύει | κορόιδευε | θα κοροϊδεύει | να κοροϊδεύει | ||
α' πληθ. | κοροϊδεύουμε | κοροϊδεύαμε | θα κοροϊδεύουμε | να κοροϊδεύουμε | ||
β' πληθ. | κοροϊδεύετε | κοροϊδεύατε | θα κοροϊδεύετε | να κοροϊδεύετε | κοροϊδεύετε | |
γ' πληθ. | κοροϊδεύουν(ε) | κορόιδευαν κοροϊδεύαν(ε) |
θα κοροϊδεύουν(ε) | να κοροϊδεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κορόιδεψα | θα κοροϊδέψω | να κοροϊδέψω | κοροϊδέψει | ||
β' ενικ. | κορόιδεψες | θα κοροϊδέψεις | να κοροϊδέψεις | κορόιδεψε | ||
γ' ενικ. | κορόιδεψε | θα κοροϊδέψει | να κοροϊδέψει | |||
α' πληθ. | κοροϊδέψαμε | θα κοροϊδέψουμε | να κοροϊδέψουμε | |||
β' πληθ. | κοροϊδέψατε | θα κοροϊδέψετε | να κοροϊδέψετε | κοροϊδέψτε | ||
γ' πληθ. | κορόιδεψαν κοροϊδέψαν(ε) |
θα κοροϊδέψουν(ε) | να κοροϊδέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κοροϊδέψει | είχα κοροϊδέψει | θα έχω κοροϊδέψει | να έχω κοροϊδέψει | ||
β' ενικ. | έχεις κοροϊδέψει | είχες κοροϊδέψει | θα έχεις κοροϊδέψει | να έχεις κοροϊδέψει | ||
γ' ενικ. | έχει κοροϊδέψει | είχε κοροϊδέψει | θα έχει κοροϊδέψει | να έχει κοροϊδέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε κοροϊδέψει | είχαμε κοροϊδέψει | θα έχουμε κοροϊδέψει | να έχουμε κοροϊδέψει | ||
β' πληθ. | έχετε κοροϊδέψει | είχατε κοροϊδέψει | θα έχετε κοροϊδέψει | να έχετε κοροϊδέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν κοροϊδέψει | είχαν κοροϊδέψει | θα έχουν κοροϊδέψει | να έχουν κοροϊδέψει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χλευάζω ή ειρωνεύομαι
|
εξαπατώ
|