mock
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | mock |
γ΄ ενικό ενεστώτα | mocks |
αόριστος | mocked |
παθητική μετοχή | mocked |
ενεργητική μετοχή | mocking |
Ρήμα[επεξεργασία]
mock (en)
Επίθετο[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- αντικείμενο χλευασμού, περίγελως
- απομίμηση, μαϊμού