mock

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας mock
γ΄ ενικό ενεστώτα mocks
αόριστος mocked
παθητική μετοχή mocked
ενεργητική μετοχή mocking

Ρήμα[επεξεργασία]

mock (en)

  1. (μεταβατικό) κάνω μίμηση, μιμούμαι
    He mocks other people's voices for us and we laugh.
    Μας κάνει φωνές άλλων ανθρώπων και γελάμε.
    She mocked her uncle’s voice perfectly.
    Μιμήθηκε τέλεια τη φωνή του θείου της.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη imitate
  2. (μεταβατικό) κοροϊδεύω χλευάζω
  3. (μεταβατικό) αψηφώ, περιφρονώ

Επίθετο[επεξεργασία]

  1. ψεύτικος, προσποιητός
  2. εικονικός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

  1. αντικείμενο χλευασμού, περίγελως
  2. απομίμηση, μαϊμού

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]