earl

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Earl

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
earl earls

Ετυμολογία [επεξεργασία]

earl < (κληρονομημένο) μέση αγγλική erl, erle < αγγλοσαξονική eorl < δυτική πρωτογερμανική *erl}} < πρωτογερμανική *erlaz

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɜːl/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /ɝːl/ (ΗΠΑ)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

earl (en)

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • προκειμένου περί γυναικών, χρησιμοποιείται η λέξη countess

Δείτε επίσης[επεξεργασία]