elliptic

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

elliptic (en)

  1. (μαθηματικά) ελλειπτικός, σχετικός με μία έλλειψη
  2. άλλη μορφή της λέξης elliptical