emerald
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
emerald | emeralds |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
emerald (en)
- το σμαράγδι
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- emerald στην αγγλική Βικιπαίδεια
ενικός | πληθυντικός |
emerald | emeralds |
emerald (en)