en vue
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επιρρηματική έκφραση[επεξεργασία]
en vue (fr)
- εν όψει, ορατός
- notre destination est en vue - ο προορισμός μας είναι εν όψει
- (μεταφορικά) σύγχρονος, γνωστός, σπουδαίος
- c'est un personnage très en vue de notre société
- είναι ένα πολύ σπουδαίο / γνωστό πρόσωπο της εταιρείας/κοινωνίας μας
- c'est un personnage très en vue de notre société