encastrable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
encastrable | encastrables |
Επίθετο[επεξεργασία]
encastrable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
encastrable | encastrables |
encastrable (fr) αρσενικό ή θηλυκό