encoberto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | encoberto | encobertos |
θηλυκό | encoberta | encobertas |
encoberto (pt)
- (για ουρανό) σκεπασμένος