engazonnement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- engazonnement < engazonner
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
engazonnement | engazonnements |
engazonnement (fr) αρσενικό
- η κάλυψη κάποιας επιφάνειας με φυσικό ή τεχνητό γκαζόν