engazonnement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

engazonnement < engazonner

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
engazonnement engazonnements

engazonnement (fr) αρσενικό