enmesh
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
enmesh (en)
- μπλέκομαι φυσικά ή διανοητικά, τα μπλέκω, περδικλώνομαι, μπερδεύω, μπερδεύομαι
- αναμιγνύω
- (μεταφορικά) βαθιά ριζωμένος (enmeshed)