enrôlement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- enrôlement < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
enrôlement | enrôlements |
enrôlement (fr) αρσενικό
- η εγγραφή, η στρατολογία, η στρατολόγηση