epochal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

epochal (en)

  1. επεχόσημος· που στιγματίζει-χαρακτηρίζει μία εποχή
  2. κοσμοϊστορικός