εποχιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
εποχιακός -ή -ό
- που αναφέρεται ή ανήκει σε μια εποχή
- (κατ’ επέκταση) ο προσωρινός
- εποχιακοί υπάλληλοι
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- εποχιακότητα / εποχικότητα
- → δείτε τις λέξεις εποχή και έχω