equip
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | equip |
γ΄ ενικό ενεστώτα | equips |
αόριστος | equipped |
παθητική μετοχή | equipped |
ενεργητική μετοχή | equipping |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- equip < γαλλική équiper < παλαιά γαλλική esquiper
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
equip (en)