equity
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
equity | equities |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
equity (en)
- (λογιστική) η καθαρή θέση, τα ίδια κεφάλαια, η καθαρή περιουσία
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- equity στην αγγλική Βικιπαίδεια