escarpin

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
escarpin escarpins

Ετυμολογία [επεξεργασία]

escarpin < (άμεσο δάνειο) ιταλική scarpino < ιταλική scarpa (παπούτσι)
Ζευγάρι δερμάτινων escarpins [2] του 19ου αιώνα.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɛs.kaʁ.pɛ̃/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

escarpin (fr) αρσενικό

  1. (ενδυμασία) η γυναικεία γόβα
  2. (ενδυμασία, παρωχημένο) ελαφρύ, ανοικτό παπούτσι με λεπτή σόλα