escudo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
escudo | escudos |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
escudo (pt) αρσενικό
- το εσκούδο (παλιό νόμισμα της Πορτογαλίας)