eve

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
eve eves

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

eve (en)

  • η παραμονή (η προηγούμενη μέρα)
    Christmas Eve/New Year’s Eve - η Παραμονή των Χριστουγέννων/της Πρωτοχρονιάς
    on the eve of my departure - την παραμονή της αναχώρησής μου

Πηγές[επεξεργασία]



Παλαιά γαλλικά (fro)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

eve (και eave, iave, ieve) θηλυκό